- κατασκευαστάς
- κατασκευαστά̱ς , κατασκευαστήςcontrinermasc acc plκατασκευαστά̱ς , κατασκευαστήςcontrinermasc nom sg (epic doric aeolic)κατασκευαστά̱ς , κατασκευαστόςartificialfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.